A | B |
Present Active Participle | (Masc.) ων, οντος, (Fem.) ουσα, ουσης, (Neut.) ον, οντος |
Present Middle/Passive Participle | (Masc.) όμενος, ομένου, (Fem.) ομένη, ομένης, (Neut.) όμενον, ομένου |
First Aorist Active Participle | (Masc.) ᾱς, αντος, (Fem.) ᾱσα, ᾱσης, (Neut.) αν, αντος |
First Aorist Middle Participle | (Masc.) άμενος, αμένου, (Fem.) αμένη, αμένης, (Neut.) άμενον, αμένου |
Second Aorist Active Participle | (Masc.) ών, όντος, (Fem.) οῦσα, ούσης, (Neut.) όν, όντος |
Second Aorist Middle Participle | (Masc.) όμενος, ομένου, (Fem.) ομένη, ομένης, (Neut.) όμενον, ομένου |
Aorist Passive Participle | (Masc.) είς, έντος, (Fem.) εῖσα, είσης, (Neut.) έν, έντος |
Perfect Active Participle | (Masc.) ώς, ότος, (Fem.) υῖα, υίᾱς, (Neut.) ός, ότος |
Perfect Middle/Passive Participle | (Masc.) μένος, μένου, (Fem.) μένη, μένης, (Neut.) μένον, μένου |
Present Active Participle (-νυμι verbs) | (Masc.) ύς, ύντος, (Fem.) ῦσα, ύσης, (Neut.) ύν, ύντος |
Present Middle/Passive Participle (-νυμι) | (Masc.) ύμενος, υμένου, (Fem.) υμένη, υμένης, (Neut.) ύμενον, υμένου |
|